- ρευματικός
- -ή, -ό(ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στους ρευματισμούς ή πάσχει από ρευματισμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥευματικός — subject to a discharge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικά — ῥευματικός subject to a discharge neut nom/voc/acc pl ῥευματικά̱ , ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc/acc dual ῥευματικά̱ , ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικωτέραις — ῥευματικός subject to a discharge fem dat comp pl ῥευματικωτέρᾱͅς , ῥευματικός subject to a discharge fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικῶν — ῥευματικός subject to a discharge fem gen pl ῥευματικός subject to a discharge masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικόν — ῥευματικός subject to a discharge masc acc sg ῥευματικός subject to a discharge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικαῖς — ῥευματικός subject to a discharge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικαί — ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικοῖς — ῥευματικός subject to a discharge masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικοί — ῥευματικός subject to a discharge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικούς — ῥευματικός subject to a discharge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)